κουάκερος

κουάκερος
ο
(λ. αγγλ.), οπαδός αίρεσης της προτεσταντικής Εκκλησίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κουάκερος — ο στον πληθ. οι Κουάκεροι άλλη ονομασία τών μελών τής «Εταιρείας τών Φίλων» ή «Εκκλησίας τών Φίλων», χριστιανικής ομάδας που εμφανίστηκε κατά τα μέσα τού 17ου αιωνα στην Αγγλία και στις αποικίες της και ιδίως στην Αμερική και η οποία κήρυττε ότι… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”